26.9.2014

Ένας Οργανισμός για την τουριστική ανάπτυξη στη μεταπολεμική Ελλάδα

Ένας Οργανισμός για την τουριστική ανάπτυξη στη μεταπολεμική Ελλάδα

Η βεβαιότητα ότι ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας δεν είναι νέα. Δίπλα στη γεωργία και τη βιομηχανία, ήταν τομέας προς τον οποίο προσανατολίστηκε μεταπολεμικώς η αμερικανική βοήθεια για έργα επισκευών και εξωραϊσμού σε ξενοδοχεία, τουριστικά περίπτερα, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, τουριστικούς δρόμους και ιαματικές πηγές, με κεφάλαια 6,6 εκατ. δολαρίων, μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Δανείων και του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως. Επιδίωξη ήταν να προσελκυσθεί η μέση τάξη τουριστών, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει την «τουριστική βιομηχανία». Είχε προηγηθεί η ίδρυση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού το 1929, του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού το 1936 και ενός πρώιμου Οργανισμού Ξενοδοχειακής Πίστεως το 1939, με βάση το σε λειτουργία από το 1935 Ταμείο Αλληλοβοήθειας Ξενοδόχων. 



Για την ανασυγκρότηση των τουριστικών υποδομών της χώρας την αμέσως μεταπολεμική περίοδο, ιδρύθηκε ως νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την άμεση εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού, το 1946, ο Οργανισμός Ξενοδοχειακής Πίστεως. Σκοπό είχε την «άσκησιν της εν γένει Ξενοδοχειακής Πίστεως, εκδηλουμένη διά της χορηγήσεως υπ’ αυτού δανείων και πιστώσεων προς ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις, επιχειρήσεις Λουτροπόλεων και τουριστικάς εν γένει τοιαύτας, προς συνεταιρισμούς Ξενοδόχων, ξενοδοχειακούς οργανισμούς, τοπικάς οργανώσεις τουρισμού και τας ενώσεις αυτών, ως και την ενίσχυσιν επισκευής οδών αγουσών εις τουριστικούς τόπους». Το 1955, ο Οργανισμός μετονομάστηκε σε Οργανισμό Τουριστικής Πίστεως με σκοπό τη διεύρυνση της πιστοδότησης προς συναφείς επιχειρήσεις, όπως τα εστιατόρια. 

Οι πόροι και τα κεφάλαια του Οργανισμού προέρχονταν από την προικοδότηση του ελληνικού δημοσίου (την είσπραξη του φόρου επί ξενοδοχειακών επιχειρήσεων έως το 1952), από το προϊόν των δανείων που δίνονταν από αυτόν, τους τόκους των κεφαλαίων των δανείων και των καταθέσεών του. Καθώς η συγκέντρωση των απαιτούμενων κεφαλαίων από την είσπραξη του φόρου ξενοδοχειακών επιχειρήσεων δεν ήταν άμεση, ο Οργανισμός κατέφευγε στην πιστοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος ενώ η διαχείρισή του ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα και τo 1957 στην Τράπεζα Εμπορικής Πίστεως. Χορηγούσε δάνεια πενταετούς εξόφλησης με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, βάσισε τη δανειοδοτική του δυνατότητα στην υποθήκη ξενοδοχειακών μονάδων, παρείχε όρους δανεισμού πολύ ευνοϊκότερους της τραπεζικής αγοράς, προέταξε τη χορήγηση δανείων σε λειτουργούσες ήδη μονάδες, λάμβανε υπόψιν του προέγκριση από τον ΕΟΤ σχετικά με τη σκοπιμότητα της δανειοδότησης και του Δ.Σ. του προίστατο ο Γεν. Γραμματέας Τουρισμού. Παρά το ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία κατέβαλε συνολικώς περισσότερα κεφάλαια από αυτόν σε τουριστικές υποδομές, ο Οργανισμός Τουριστικής Πίστεως είχε τη φιλοδοξία «να εμπνεύσει ορμή προς τη νέα δημιουργία» και λειτούργησε έως το 1964, οπότε απορροφήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ).



Στο Ιστορικό Αρχείο του ΠΙΟΠ μπορείς κανείς να συμβουλευτεί τα Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού (1946-1964), φακέλους και καρτέλες δανείων (2.187 τεκμήρια). Μέσα από αιτήσεις δικαιούχων, ιδιωτικές συμβάσεις δανείων, αλληλογραφία, πιστοποιητικά βαρών, ιδιοκτησίας και εγγραφών υποθήκης, σχέδια κτιρίων, καταστάσεις επίπλων, σκευών και εξοπλισμού, αρχιτεκτονικά σχέδια και φωτογραφικό υλικό ανασυγκροτείται η μεταπολεμική προσπάθεια τουριστικής ανάπτυξης της χώρας και οι προτεραιότητες της σχετικής κρατικής πολιτικής.